Η οποιαδήποτε πυρκαγιά δεν μπορεί να κάψει τα όνειρα των ανθρώπων, ακόμη κι αν αυτά είναι από χαρτί.
Not any fire can burn people's dreams, even if they are made of paper.

Marilena Rapanaki

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ρυτίδα του Οκτώβρη


Ρυτίδα του Οκτώβρη-Μαριλένα Ραπανάκη
Διάκριση - Συμμετοχή διηγήματος στην συλλογή «Ιστορίες του Φθινοπώρου» από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες και το eyelands.gr
Ανάγνωση διηγήματος 26/11/2016 : Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

Το διάφανο υγρό που τρέχει πάνω μου με αηδιάζει. Θα αναρωτιέστε τι σόι πράγμα είμαι… Είμαι μια νεαρή ρυτίδα στο μέτωπο του Αρτέμη. Αυτός ο καστανόξανθος τριαντάρης με φιλοξενεί πάνω του εδώ και λίγες μέρες. Ενώ είναι Οκτώβρης και έχει κάνει την εμφάνιση του το δροσερό αεράκι, ο ιδρώτας του με ταλαιπωρεί.
Ο Αρτέμης είναι δεξιοτέχνης στη κιθάρα. Η κοπέλα του τον παράτησε πριν λίγο, εκείνος βρισκόταν στο σταθμό Μοναστηράκι του μετρό, με την κιθάρα στα χέρια τραγουδούσε Arnold Layne, εκεί ήταν το πόστο του. Καθώς του γύρισε την πλάτη, του είπε πως κανένας δεν μπορεί να μείνει με έναν χασομέρη καλλιτέχνη. Όπως έφευγε, κλώτσησε το μαύρο κουτί με τα φιλοδωρήματα. Τα νομίσματα έπεσαν και κύλισαν σιγανά στο πάτωμα, ανάμεσα σε γόπες και κολλημένες τσίχλες.    
Ακουμπάει τα ιδρωμένα χέρια του πάνω μου. Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου, άλλωστε η στεναχώρια του ξεπερνά την υποχόνδρια υπόστασή μου. Συμπάσχω, ζω στο κούτελό του, τον νοιάζομαι.
Μαζεύει τα κέρματα αμίλητος, τα βάζει στην τσέπη του, κρεμάει την κιθάρα στον ώμο του και προχωράει με σκυμμένο το κεφάλι. Επιστρέφει στην γκρι υπόγεια γκαρσονιέρα που μένει. Λίγο πριν ανοίξει την εξώπορτα, ακούει την δυνατή βροχή. Διστακτικά γυρίζει πίσω κι ανεβαίνει τα σκαλιά. Καθώς βρέχεται, παρατηρεί τα γέρικα, κιτρινισμένα φύλλα του απέναντι πλάτανου. Βρίσκονται στο πεζοδρόμιο και τα τσαλαπατούν τα μανιασμένα δάκρυα του ουρανού.
Πηγαίνει τρέχοντας στο μαγαζί, στο πάνω τετράγωνο που αγοράζει χρυσό. Χαϊδεύει τον πολύτιμο σταυρό που είναι κρεμασμένος μ’ ένα δερμάτινο σκούρο λουράκι στον λαιμό του. Δώρο της γιαγιάς του. Όμως τώρα πρέπει να πληρώσει το νοίκι.

Ο Αρτέμης μεγάλωσε κι εγώ μαζί του. Έχω γίνει τόσο βαθιά που φαίνομαι σαν χαρακιά στο πρόσωπο του. Τα πλούσια μαλλιά του λιγόστεψαν κι άσπρισαν, το δέρμα του ζάρωσε όπως μια πλισέ φούστα. Με την ίδια πλέον φθαρμένη κιθάρα περιπλανιέται στο κέντρο της Αθήνας. Στο λαιμό του εξακολουθεί να κρέμεται ο σταυρός της γιαγιάς. Παίζει μια νοσταλγική μελωδία κι αρχίζει τα δικά του στιχάκια :
« Φόβος είναι αυτό που δε θα σου πω, μουσική  είναι η ερωμένη μου που λαχταρώ να τη σφίγγω, μέσα στο θολό μου το μυαλό κάθε σαρκική ηδονή μοιάζει τόσο βαρετή. Στάσου μια στιγμή, πάρε με μια αγκαλιά, τώρα που κρυώνω λίγη ανθρωπιά, γιατί η γυναίκα μου δεν έχει χέρια. Κι όταν θα πεθάνω, να μιλάς για μένα, για τα όνειρα μου τα χαμένα, είμαι εδώ για να σου πω μια λέξη, Αγάπη, ποιος μπορεί να την αντέξει ; » Είναι το τελευταίο απόγευμα πριν την προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση που πρέπει να κάνει. Έχει βραχνιάσει από το τραγούδισμα.
Στο νοσοκομείο έχει απλωθεί το άρωμα της φρεσκοπλυμένης γης του Φθινοπώρου. Ο Αρτέμης βολτάρει στους διαδρόμους, ένας πιτσιρίκος με ορό στο χέρι τον ρωτάει « αφού έχεις μαλλιά, τι θέλεις εδώ; » εκείνος χαμογελάει, χωρίς δισταγμό βγάζει τον σταυρό του, τον δίνει στο αγόρι και του λέει « για σένα ».
Η επέμβαση του Αρτέμη ξεκίνησε και στην αίθουσα αναμονής βρίσκεται η παντοτινή αγαπημένη του, που τον περιμένει εκεί ακριβώς που την άφησε.